- κέλβιν
- τοφυσ. μονάδα θερμοκρασίας, με σύμβολο Κ, ισοδύναμη με το 1/273,16 τής θερμοδυναμικής κλίμακας, δηλαδή 273,16 Κ= 0°C.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κέλβιν, Γουίλιαμ Τόμσον — (William Thomson Kelvin, Μπέλφαστ 1824 – Σκοτία 1907). Βρετανός φυσικός. Καταγόταν από μορφωμένους γονείς (ο πατέρας του υπήρξε καθηγητής των μαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης), ενώ ο ίδιος ήταν προικισμένος με εξαιρετικές πνευματικές… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
τζάουλ — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα έργου, ενέργειας και ποσότητας θερμότητας, ισοδύναμη με το έργο που παράγεται από μια δύναμη ενός νιούτον όταν αυτή μετακινεί το σημείο εφαρμογής της κατά τη διεύθυνση και φορά της επί μήκος ενός μέτρου, μονάδα που… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… … Dictionary of Greek
θερμοχωρητικότητα — Ο λόγος της θερμότητας ΔQ που προσφέρεται σε ένα σώμα προς την αντίστοιχη αύξηση της Θερμοκρασίας ΔT· oπότε εάν τη συμβολίσουμε με C έχουμε: C = ΔQ/ΔT. Ποιοτικά, είναι ίση με το ποσό της θερμότητας που πρέπει να προσφέρουμε σε ένα σώμα ώστε να… … Dictionary of Greek
ειδική θερμότητα ή ειδική θερμοχωρητικότητα — Η θερμοχωρητικότητα ανά μονάδα μάζας, δηλαδή το ποσό της θερμότητας που απαιτείται για την ανύψωση της θερμοκρασίας μιας μονάδας μάζας ενός υλικού κατά έναν βαθμό Κέλβιν. Στο διεθνές σύστημα μονάδων η ε.θ. μετριέται σε τζάουλ ανά χιλιόγραμμο και… … Dictionary of Greek
ενεργός θερμοκρασία — (Αστρον.). Η επιφανειακή θερμοκρασία Te ενός αστέρα, όταν εκφράζεται ως θερμοκρασία ενός μελανού σώματος (δηλαδή ενός ιδανικού πομπού θερμικής ακτινοβολίας), που έχει την ίδια ακτίνα με τον αστέρα και εκπέμπει το ίδιο ολικό ποσό ενέργειας Ε ανά… … Dictionary of Greek
ηλιακό φάσμα — Τo φάσμα του ηλιακού φωτός που εκτείνεται από την περιοχή των ακτίνων γάμμα έως την περιοχή των ραδιοκυμάτων. Έχει πολύ μεγάλη κλίμακα εντάσεων με μέγιστο στα μήκη κύματος του ορατού φωτός. Μολονότι το κεντρικό τμήμα της καμπύλης μεταβάλλεται… … Dictionary of Greek